βρουλός

βρουλός
βρουλός· πονηρός, Hsch. [full] βροῦνος· ἐνεὸς ἢ μαινόμενος, Id. [full] βρούξ· τράχηλος, βρόγχος, Id. [full] βρούτιδες· γυναῖκες οὕτω καλούμεναι, Cyr., Suid. [full] βροῦτος,
A = βρῦτος, Hsch. [full] βροῦχαλ· θερμός, Id. [full] βρούχετος· βάρβαρος: also, = βάτραχος (Cypr.), Id.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Βρούλος — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από τα Ψαρά. 1. Ανδρέας. Πυρπολητής. Προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στον Αγώνα και σκοτώθηκε πολεμώντας στην καταστροφή των Ψαρών (1824). 2. Ιωάννης. Συγγενής του προηγούμενου. Πολέμησε στην ηρωική αντίσταση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”